- ὕφαμμα
- ὕφαμμαneut nom/voc/acc sgὕφαμμοςmixed with sandneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύφαμμα — τὸ, Α ύφασμα ή, κατ άλλους, είδος μεταλλικού αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί παρλλ. τ. τής λ. ὕφασμα (πρβλ. πλάτυμμα: πλάτυσμα), είναι, όμως, πιθ. ότι ο τ. δεν ανήκει στην οικογένεια τού ρ. ὑφαίνω] … Dictionary of Greek
ποτιπίαμμα — άμματος, τὸ, Α το λίπος που παρέμενε στον βωμό μετά από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πίαμμα (< * πίανμα < πιαίνω), αντί τού πίασμα (πρβλ. ύφαμμα: ύφασμα)] … Dictionary of Greek